ανακουφώνω

ανακουφώνω
1. σκάβω κάτι καιτό κάνω κοίλο
2. (για πόρτες και παράθυρα) κυρτώνω, μισοκλείνω, γέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κουφώνω.
ΠΑΡ. ανακουφωτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανακουφωτός — ή, ό [ανακουφώνω] 1. αυτός που δεν είναι καλά προσαρμοσμένος κάπου, που δεν έχει συνοχή, που σχηματίζει κενό από κάτω ή αναμεταξύ 2. (για το ψωμί) αυτός που έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση 3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος, γειρτός 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”